- πολυκύμων
- (I)-ύκυμον, Απολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].————————(II)-ύκυμον, Ακαρποφόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.